-
1 лацпорт
мор. η θύρα του παραπέτου, η πόρτα, η Ούρατο άνοιγμα για τους επιβάτες ή το φορτίο, входной - εισόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лацпорт
-
2 ворота
1. (створы для запирания входа или проезда) η πύλη, η θύρα, η πόρτα* кормовые - οι πρυμνιές πόρτεςшлюзные - η υδροφρακτική θύρα λεκάνης, δεξαμενής ή νηοδόχης2. (горный проход) τα στενά 3. (морской пролив) το στενό 4. мед. οι πύλες (πλ.) 5. (в спорте) το τέρμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворота
-
3 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
4 ворота
-рот πλθ.1. πύλη, αυλόπορτα, αμαξόπορτα, -θύρα, πυλώνας.2. (αθλτ.) τέρμα•забить мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.
3. πύλες•ворота печени οι πύλες της φλέβας του συκωτιού•
триумфальные ворота η αψίδα του θριάμβου•
у -от города στα πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά στην πόλη).
-
5 дверца
η θυρίδα, η θυρίς, η πορτίτσα (ξεν.)раздвижная - συρόμενη-, ολισθαίνουσα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверца
-
6 шахта
1. горн. το ορυχείο, το μεταλλείο 2. (судна) το φρεάτιο 3. косм. το σιλό (ξεν.) 4. тех. το φρεάτι/οдверь - ы πόρτα/θύρα - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шахта
-
7 шлюзный
επ.του υδροφράχτη•-ые ворота η πόρτα του υδροφράχτη, υδροφρακτική θύρα.
-
8 балласт-порт
мор. η θύρα/πόρτα ερματισμού του πλοίου με στερεά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт-порт
-
9 батопорт
(плавучий гидротехнический затвор) η πλωτή θύρα, το φράγμα δεξαμενής ή του ντόκου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батопорт
-
10 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί.
См. также в других словарях:
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θύρα — η 1. πόρτα: Υαλόφρακτη θύρα. – Δίφυλλη θύρα. 2. το μέρος από το οποίο μπαίνει κανείς κάπου: Θύρα του σπιτιού. 3. μτφ., είσοδος, δυνατότητα να μπει κάποιος κάπου ή να πετύχει κάτι: Έκλεισαν για σένα οι θύρες του πανεπιστημίου.―Δεν είναι εύκολες οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκιμπέρτι, Λορέντσο — (Lorenzo Ghiberti, Φλωρεντία 1378 – 1455). Ιταλός γλύπτης και χρυσοχόος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές του 15ου αι., όταν η Φλωρεντία ανέκτησε στον καλλιτεχνικό τομέα την πρωτοβουλία που είχε χάσει στο β’ μισό του 14ου αι. Το 1402,… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Επίδαυρος — Αρχαία πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στις ακτές του Σαρωνικού, κοντά στον σημερινό οικισμό Παλαιά Επίδαυρος. Η πόλη ήταν περίφημη στην αρχαιότητα, όχι τόσο για την ιστορική της σημασία όσο για το περίφημο Ιερό του Ασκληπιού που βρισκόταν κοντά… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγρινίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου χτίστηκε με δωρεά των αδελφών Παπαστράτου στη νοτιοανατολική γωνία του Παπαστράτειου πάρκου και εγκαινιάστηκε το 1969 (Διαμαντή 1, Αγρίνιο). Αποτελείται από δύο αίθουσες κι ένα μικρό προθάλαμο, όπου εκτίθενται… … Dictionary of Greek
ορσοθύρα — η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη) νεοελλ. η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι αρχ. θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού… … Dictionary of Greek
θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… … Dictionary of Greek
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek